επισκοτώ
Смотреть что такое "επισκοτώ" в других словарях:
επισκοτώ — (AM ἐπισκοτῶ, έω) επισκοτίζω αρχ. 1. στέκομαι μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω 2. θολώνω (κυρίως τον νου). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκοτώ (< σκότος)] … Dictionary of Greek
ἐπισκοτῶ — ἐπισκοτάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκοτάζω — ἐπισκοτάζω (Α) [σκοτάζω] επισκοτώ* … Dictionary of Greek
επισκότησις — ἐπισκότησις, ἡ (Α) [επισκοτώ] σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
προσκοτώ — έω, Α καλύπτω με σύννεφα, σκιάζω, επισκιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τού ἐπισκοτῶ (< ἐπί + σκότος)] … Dictionary of Greek
συνεπισκοτώ — έω, Μ επισκιάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκοτῶ «επισκιάζω»] … Dictionary of Greek