επισκοτώ

επισκοτώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επισκοτώ" в других словарях:

  • επισκοτώ — (AM ἐπισκοτῶ, έω) επισκοτίζω αρχ. 1. στέκομαι μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω 2. θολώνω (κυρίως τον νου). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκοτώ (< σκότος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπισκοτῶ — ἐπισκοτάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπισκοτέω throw a shadow over pres subj act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκοτάζω — ἐπισκοτάζω (Α) [σκοτάζω] επισκοτώ* …   Dictionary of Greek

  • επισκότησις — ἐπισκότησις, ἡ (Α) [επισκοτώ] σκοτείνιασμα …   Dictionary of Greek

  • προσκοτώ — έω, Α καλύπτω με σύννεφα, σκιάζω, επισκιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τού ἐπισκοτῶ (< ἐπί + σκότος)] …   Dictionary of Greek

  • συνεπισκοτώ — έω, Μ επισκιάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισκοτῶ «επισκιάζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»